ΕΝΩΣΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
no image

Μαρτυρία Ζαχαρία Γεωργίου

Oι Ασσύριοι, χριστιανοί ορθόδοξοι από το Κουρδιστάν της Τουρκίας, του χωριού Ρεμπάτ-τάλ της περιφέρειας Τχούμα, διοίκησης Τζολαμεργκέ, του νομού Μοσούλης (αρχ.Νινευί) είχαμε ανεξαρτησία – δεν υπαγόμασταν στρατιωτικά στο σουλτάνο.

Ορεινός λαός, ασχολούμαστε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ιδιαίτερα αυτοί που κατοικούσαν μεταξύ της περιοχής Αμέντια και της λίμνης Βαν. Οι φορολογικές μας υποχρεώσεις στο σουλτάνο ήταν στο επίπεδο του 1%. Γενικά είχαμε θρησκευτική ελευθερία, καθώς και ελεύθερη οπλοφορία μέσα στα όρια της περιοχής μας. Για τα προνόμια λοιπόν αυτά, που είχαμε αποκτήσει με σκληρές θυσίες και αγώνες, και ιδιαίτερα για τη θρησκευτική μας ανεξαρτησία, ο σουλτάνος μας φερόταν πολύ εχθρικά. Δεν μπορούσε όμως να μας υποτάξει γιατί από τη μια μεριά ήμασταν οπλισμένοι, από την άλλη δε, αδάμαστοι και ανυπόταχτοι σε οποιουσδήποτε επιδρομείς και κατακτητές. Από τα αρχαία δε χρόνια μέχρι και σήμερα διατηρούσαμε τα ήθη, τα έθιμα και όλες τις παραδόσεις των προγόνων μας.

Περίοδος Α’ Παγκοσμίου πολέμου

Στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στα 1914, συμμαχήσαμε με την ορθόδοξη τσαρική -τότε- Ρωσία. Η συμμαχία είχε σκοπό την ενίσχυση των Ασσυρίων στον ιερό πόλεμο που γινόταν μεταξύ μωαμεθανών Τούρκων και ορθόδοξων Ασσυρίων, καθώς και στην αποδυνάμωση της στρατιωτικής δύναμης της Τουρκίας. Αυτός ήταν και ο βασικός σκοπός του τσάρου. Η συμμαχία αυτή συμφωνήθηκε μετά από πρόσκληση του Νικολάου Β’ στον πατριάρχη μας και ηγέτη Μαρ-Συμεών να επισκεφθεί την Πετρούπολη και να συζητήσουν τα πράγματα της συμμαχίας. Στη μητροπολιτική εκκλησία της Πετρούπολης δε, ο Μαρ-Συμεών λειτούργησε με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια.

Μετά από πολλές συζητήσεις αποφάσισαν να ενισχύσουν οι Ρώσοι τους Ασσύριους με πολεμικό υλικό για τον αγώνα τους ενάντια στην τουρκική καταπίεση. Όταν γύρισε ο πατριάρχης μας πίσω, έστειλε 2 αγγελιαφόρους από διαφορετικούς δρόμους στην πόλη Ούρμια για να υπογράψει τη συμμαχία ο εξουσιοδοτημένος από το Νικόλαο Β’ Ρώσος πρεσβευτής. Οι 2 αγγελιαφόροι όμως συνελήφθησαν από τους Τούρκους και εκτελέστηκαν στην τοποθεσία Γκαβάρ, στα σύνορα Περσίας-Τουρκίας. Μ’αυτόν τον τρόπο, ο σουλτάνος έμαθε για τη συμμαχία Ασσυρίων-Ρώσων που στρεφόταν εναντίον του. Διέταξε γενική σφαγή όλων των Ασσυρίων. Για την εκτέλεση της διαταγής του χρησιμοποίησε το Μαύρο στρατό που άρχισε να περικυκλώνει τη Μοσούλη. Οι 100.000 άντρες του στρατού είχαν κύριο σκοπό τη λεηλασία και σφαγή των Ασσυρίων. Μόλις το έμαθαν οι Ασσύριοι αυτό, συγκάλεσαν πολεμικό συμβούλιο με όλους τους στρατιωτικούς αρχηγούς τους και τον πατριάρχη, και αποφάσισαν να πολεμήσουν μέχρι θανάτου.

Ο σουλτάνος για τον αγώνα του αυτόν ενισχύθηκε εκτός από τους Κούρδους, και από τους Γερμανούς με τανκς, αεροπλάνα και άφθονο πολεμικό υλικό. Η συγκέντρωση του τουρκικού στρατού προκάλεσε μεγάλη ταραχή στους Ασσύριους του Κουρδιστάν που δεν δίστασαν να τον αντιμετωπίσουν, αν και ο οπλισμός τους ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος και δεν είχαν καμιά εξωτερική βοήθεια. Ο Μαύρος στρατός από τη Μοσούλη έφτασε από την περιοχή Μπαρ-Βαρ-Τιαρε, κοντά στη γέφυρα Μπιλ-Μπιλ του ποταμού Ζάβα, και στρατοπέδευσαν για 3 μέρες.

Οι Ασσύριοι που έμεναν κοντά στο στρατόπεδο των Τούρκων εγκατέλειψαν τα χωριά τους και πήγαν στις περιοχές Τχούμα και Ταλ σαν πρόσφυγες. Στο μεταξύ οι στρατηγοί των Ασσυρίων αποφάσισαν να κάνουν την πρώτη επίθεση στις 17 του Αυγούστου (1915). Στις 17/8 το πρωί, οι Ασσύριοι επιτέθηκαν στα σουλτανικά στρατεύματα που είχαν στρατοπεδεύσει σε μια κοιλάδα. Στην αρχή σκότωσαν τους φρουρούς, πνίγοντάς τους· μετά άρχισαν την επίθεση. Από τις 10.000 περίπου Τούρκους σώθηκαν γύρω στους 800-1.000· το μικρό ποτάμι της κοιλάδας κοκκίνισε από το τουρκικό αίμα. Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε την καταστροφή, διέταξε να στείλουν τριπλάσιες δυνάμεις, ενισχυμένες με κανόνια και αεροπλάνα.

Οι Ασσύριοι μετά τη νίκη τους ηρέμησαν, γιατί πίστεψαν πως ο σουλτάνος δεν θα’στελνε νέες δυνάμεις εναντίον τους. Στις 26 του Αυγούστου έφτασε η είδηση για το στάλσιμο των νέων στρατευμάτων. Η είδηση αυτή ανησύχησε τους Ασσύριους· οι ηγέτες διέταξαν γενική επιστράτευση όλων των αντρών από 18 έως 60 χρόνων.

Στις 30-8 άρχισε γενική επίθεση των μουσουλμάνων σ’όλες τις ασσυριακές επαρχίες. Τρεις μέρες αδιάκοπου πολέμου. Την τρίτη μέρα το ασσυριακό μέτωπο στην περιοχή Τχούμα διασπάστηκε. Το μεσημέρι στις 3 του Σεπτέμβρη ο παπάς του χωριού Ραμπάτ-Ταλ, πατήρ-Σουλάκας, ήρθε απ’το μέτωπο, και διέταξε να αδειάσει το χωριό. Όλοι οι χωρικοί μεταφερθήκαμε την ίδια μέρα στο χωριό Μπατάρ και κατασκηνώσαμε. Στο ίδιο χωριό είχαν μαζευτεί και κάτοικοι από άλλα χωριά της περιοχής. Δυο γριές, η Ζωή Γεωργίου και η Μπατσάρου, ζήτησαν να τις πάνε στο μοναστήρι του Αγ.Δημητρίου γιατί πίστευαν ότι οι Τούρκοι δεν θα έκαναν επίθεση εκεί.

Την άλλη μέρα το πρωί φύγαμε με κατεύθυνση τη συμβολή του ποταμού Ζάβα. Όταν φτάσαμε εκεί, δημιουργήθηκε ένας πανικός, γιατί ένας οπλισμένος Ασσύριος έριξε πυροβολισμούς στον αέρα. Από τον πανικό αυτόν, γίνηκαν τραγικές σκηνές· μανάδες άφηναν τα παιδιά σ’ένα δρόμο κοντά στο ποτάμι, άλλοι πέταγαν τα πράγματά τους από τα μουλάρια για να φύγουν γρηγορότερα. Αυτό το γεγονός ήταν ολέθριο για όλους μας. Στο μεταξύ περάσαμε τη γέφυρα Ντίζε και κατασκηνώσαμε σε μια πλαγιά της περιοχής.

Το πρωί στις 10 Σεπτεμβρίου, ημέρα Κυριακή, την ώρα που γευμάτιζαν οι περισσότεροι από μας, ακούστηκαν 2 πυροβολισμοί. Τρομάξαμε όλοι γιατί νομίσαμε ότι μας πλησίασαν οι Τούρκοι· ευτυχώς όμως ο πανικός αυτός πέρασε χωρίς θύματα. Μετά το επεισόδιο αυτό, συνεχίσαμε την πορεία μας· φτάσαμε στην τοποθεσία Χανάνις. Δεν σταματήσαμε καθόλου· περάσαμε το βουνό όπου μας είχαν ενέδρα 40-50 Κούρδοι. Αυτοί, επειδή φοβήθηκαν την αριθμητική υπεροχή μας, άρχισαν να πυροβολούν συνεχώς νομίζοντας ότι θα αποφεύγαμε να τους αντιμετωπίσουμε. Το απροσδόκητο αυτό γεγονός προκάλεσε πάλι πανικό ανάμεσα στα γυναικόπαιδα. Μια γυναίκα από το χωριό Μάζρα -το όνομά της δυστυχώς δεν το θυμάμαι- εμπόδιζε εκείνους τους πολεμιστές μας που λιποψυχούσαν να φύγουν. Ήταν πράγματι μια ηρωίδα. Τελικά όμως οι πολεμιστές μας κατόρθωσαν να σκοτώσουν όλους τους Κούρδους.

Πήραμε ξανά τους δρόμους. Σταματήσαμε σε μια μικρή κοιλάδα· εκεί θα’ρχόντουσαν οι Ρώσοι να μας συναντήσουν. Όλη τη νύχτα όμως οι οπλισμένοι πολεμιστές μας πυροβολούσαν συνέχεια χωρίς λόγο. Το αποτέλεσμα ήταν οι Ρώσοι, που είχαν φτάσει κοντά μας, να φοβηθούν να πλησιάσουν. Την άλλη μέρα το πρωί συναντηθήκαμε με 10 ένοπλους κοζάκους που μας είπαν γιατί δεν πλησίασαν το περασμένο βράδυ την κατασκήνωσή μας. Με την άφιξη των Ρώσων επικράτησε μεγάλος ενθουσιασμός στις τάξεις μας.

Αφού μίλησαν οι Ρώσοι με τους ηγέτες μας, αποφασίστηκε να προχωρήσουμε ως το Μπασκαλάν. Πράγματι στις 16 Σεπτεμβρίου, Σάββατο, φτάσαμε στο Μπασκαλάν. Αυτή η πόλη είναι στα σύνορα Ρωσίας-Περσίας, ήταν τότε υπό ρωσική κατοχή. Σ’αυτήν την πόλη μείναμε 3 μέρες. Μετά φύγαμε και ύστερα από πορεία μερικών ημερών κατασκηνώσαμε σε μια μικρή κοιλάδα. Τη βδομάδα που μείναμε στην κοιλάδα, πολλοί από μας πέθαναν από χολέρα. Μπορεί να έφταιγε το νερό ή να ήταν μολυσμένος ο αέρας. Δεν προλαβαίναμε πάντως να θάβουμε τους χολεριασμένους. Φύγαμε κι απ’αυτήν την κοιλάδα. Φτάσαμε σ’ένα χριστιανικό χωριό Ασσυρίων που ήταν σε περσικό έδαφος. Το όνομα του χωριού ήταν Χοσράουα και ήταν στην επαρχία Σαλαμάς. Και σ’αυτό το χωριό η επιδημία της χολέρας έκανε θραύση. Έτσι αναγκαστήκαμε να μην παραμείνουμε πολλές μέρες σ’αυτό το χωριό. Στο μεταξύ οι Ρώσοι άρχισαν να μας δίνουν – στο Χοσράουα – με τον Ερυθρό Σταυρό τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα. Οι συγχωριανοί μου κι εγώ, αφού μείναμε ένα μόνο βράδυ στο Χοσράουα, ξεκινήσαμε να πάμε σ’ένα χωριό Περσών μουσουλμάνων που λεγόταν Αμάντζιο. Η παρουσία πολλών Ρώσων στρατιωτών σ’αυτό το χωριό μας επέτρεψε να παραμείνουμε στο Αμάντζιο για ένα μήνα ανενόχλητοι.

Στις αρχές του Νοέμβρη φύγαμε από το Αμάντζιο και πήγαμε σ’ένα χωριό που λεγόταν Μπάλα. Ήταν στην περιοχή της Ούρμια. Σ’αυτό το χωριό υπήρχαν πολλοί Ασσύριοι πρόσφυγες. Αρκετοί από μας, έφυγαν από το Μπάλα και πήγαν σ’ένα κοντινό χωριό, το Γκαρντάμπαρ. Η περιοχή αυτή ήταν πολύ πλούσια. Η παραγωγή της ήταν κυρίως σιτάρι, ρύζι, φρούτα και σταφίδα. Στο διάστημα της παραμονής μας στο Μπάλα παρακολούθησα μαθήματα στο ασσυριακό σχολείο. Στο ίδιο διάστημα και μάλιστα στις 3 Δεκεμβρίου πέθανε ο πεθερός μου Σταύρος Γιοναν και στα μέσα Μαρτίου ο αείμνηστος πατήρ-Σουλάκας. Αυτοί πέθαναν – όπως και πολλοί άλλοι – από μια επιδημία που είχε πέσει στην περιοχή.

Αφού μείναμε 4,5 μήνες στο Μπάλα πήγαμε στο χωριό Χαφτουάν στην επαρχία Σαλάμας. Νοικιάσαμε ένα σπίτι και μείναμε. Φρόντισα και γράφτηκα στο σχολείο του χωριού. Για καλή μου τύχη είχα τον ίδιο δάσκαλο που είχα στο χωριό μου Ραμπάτ· το δάσκαλο Μίρδα.

Σ’αυτό το χωριό έγινε σύσκεψη των ηγετών μας και του πατριάρχη μας. Αποφάσισαν να ζητήσουν πολεμικό υλικό από τους Ρώσους με σκοπό να διώξουμε τους Τούρκους από τα χώματά μας. Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από τους Ρώσους, που ήθελαν ταραχές στο εσωτερικό της τουρκικής αυτοκρατορίας. Έτσι οι Ασσύριοι άρχισαν να εκπαιδεύονται από τους Ρώσους αξιωματικούς. Μετά τη βασική εκπαίδευση έγινε επιστράτευση και συγκεντρώθηκαν μεγάλες δυνάμεις Ασσυρίων στο Μπασκαλάν και στο Γκαβάρ.

Οι πρώτες μάχες άρχισαν στο Γκαβάρ· το αποτέλεσμα ήταν να διασπαστεί το τουρκικό μέτωπο. Ο ενθουσιασμός του επιτελικού Ρώσου αξιωματικού ήταν μεγάλος. Είχε ενθουσιαστεί με την ανδρεία και την αποτελεσματικότητα του στρατού μας. Εμείς, επειδή επικρατούσε πολλή ζέστη, φύγαμε από το Χαφτουάν και πήγαμε στο χωριό Κουνασάαρ (αρχ. Κούναξα). Εκεί περάσαμε όλο το καλοκαίρι. Τις μέρες εκείνες οι ειδήσεις για τις συνεχείς νίκες του στρατού μας και την προέλασή του μέχρι τη Μοσούλη, προκάλεσαν μεγάλο ενθουσιασμό σ’όλους μας. Το όνειρο της επιστροφής μας στην πατρίδα ήταν κοντά στην υλοποίησή του. Είναι γεγονός όμως ότι μετά από χαρά έρχεται η στεναχώρια. Έτσι μάθαμε από τις εφημερίδες ότι ο ρωσικός στρατός θα έφευγε από τα περσικά εδάφη που είχε καταλάβει.

Μετά το γεγονός αυτό γυρίσαμε στο Χαφτουάν· εκεί ο πατέρας μου όπως και πολλοί άλλοι έβγαλαν περσικό διαβατήριο. Στο μεταξύ άρχισε η υποχώρηση του ρωσικού στρατού. Όσοι είχαν διαβατήριο άρχισαν να αναχωρούν για τη Ρωσία. Εμείς την πρωτοχρονιά του 1917 τη γιορτάσαμε στο Χαφτουάν. Στις 20 Φεβρουαρίου φύγαμε από το χωριό και πήγαμε στην πόλη Χβε – της ομώνυμης επαρχίας – και διανυκτερεύσαμε σ’ένα χάνι. Προτού ακόμη ξημερώσει, ξεκινήσαμε και φτάσαμε στα σύνορα Περσίας-Ρωσίας στον ποταμό Αράς.

 

Ρωσία

Στις 3 του Μάρτη (1917), Σάββατο, ανεβήκαμε στο τρένο για τη Ρωσία. Η διαδρομή ήταν κάτι το φαντασμαγορικό! Ψηλά καταπράσινα βουνά, απότομοι γκρεμοί, μεγάλα τούνελ, εύφορες κοιλάδες, ειρηνικά χωριά. Η διαδρομή αυτή μας εντυπωσίασε πολύ. Είχαμε ενθουσιαστεί από το μεγαλείο της ομορφιάς της ρωσικής γης όπως και από τα τεχνικά έργα.

Ο πρώτος σταθμός μας ήταν το Εριβάν. Μια, πλούσια σε πράσινο, αρμένικη πόλη. Στη συνέχεια φτάσαμε στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της Γεωργίας. Ήταν πράγματι μια πολύ όμορφη πόλη. Οι Γεωργιανοί είχαν φροντίσει πολύ την πρωτεύουσά τους. Προτού την καταλάβουν οι Ρώσοι ήταν αυτόνομο κράτος. Οι κάτοικοι ήταν πολύ φιλόξενοι· επειδή δε, ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι, αγαπούσαν ιδιαίτερα τους ομοθρήσκους τους, δηλαδή Έλληνες, Ασσύριους κ.ά. Στην Τιφλίδα μείναμε 3 μέρες.

Στις 10 Μαρτίου ξεκινήσαμε πάλι. Σ’ένα μικρό σταθμό – Γκούμρικ – αλλάξαμε τρένο. Με το νέο τρένο και μετά από ταξίδι 9 ημερών φτάσαμε στο Αικατερινοντάρ (πόλη της Αικατερίνης) στην επαρχία Κουμπάν. Στις 19 Μαρτίου μας υποδέχτηκαν στο σταθμό μερικοί συμπατριώτες μας που είχαν φτάσει νωρίτερα. Με το τραμ και μερικούς αραμπάδες μεταφέραμε τα πράγματά μας σε κάτι σπίτια της οδού Σαντόβαγια. Ένα ρωσικό ίδρυμα που ήταν για τη στέγαση των προσφύγων μας προμήθευσε ρούχα, τροφές και φάρμακα, αφού πρώτα μας βόλεψε σ’ένα σπίτι. Όσοι από μας δεν βρήκαν σπίτι, τακτοποιήθηκαν σε στρατόπεδα και σε παραπήγματα.

Το μόνο πράγμα που μας δυσκόλεψε ήταν η γλώσσα. Οι περισσότεροι από μας έπιασαν διάφορες δουλειές, όπου οι ντόπιοι μας υποστήριξαν σαν πρόσφυγες που ήμασταν. Η ζωή – όταν φτάσαμε εκεί – ήταν πολύ φτηνή καθώς και η τροφή καθαρή και γνήσια.

Ένα πρωινό μάθαμε από τις γκαζέτες (σ.σ. εφημερίδες) ότι ο σοσιαλδημοκράτης Κερένσκι ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση (Μάιος 1917). Με τη νέα κατάσταση κυκλοφόρησαν νέα νομίσματα. Στην αρχή η κυβέρνηση πήγαινε σχετικά καλά, αλλά ο κουρασμένος από τον πόλεμο ρωσικός στρατός – που υποχωρούσε απ’όλα τα μέτωπα – ήταν εναντίον της. Η ζωή, που μέχρι τότε κυλούσε αρκετά καλά, λόγω της αντίδρασης που αναπτύχθηκε από το στρατό άρχισε να ακριβαίνει. Ο τιμάριθμος ανέβηκε σε ψηλά επίπεδα.

 

Περίοδος Οκτωβριανής επανάστασης

Με την επιστροφή του στρατού άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος, αρχικά στην κεντρική Ρωσία. Από τις γκαζέτες και τα έκτακτα παραρτήματα μαθαίναμε για τις σκληρές μάχες του καλοκαιριού. Στις 17 του Οκτώβρη έπεσε η κυβέρνηση του Κερένσκι. Οι μπολσεβίκοι κατέλαβαν σχεδόν όλη τη Ρωσία. Έφτασαν και στο Κουμπάν, όπου μετά από σκληρές οδομαχίες κατέλαβαν και το Αικατερινοντάρ, που πήρε το όνομα Κρασνιεντάρ (κόκκινη πόλη).

Στην αρχή όλοι οι πρόσφυγες φοβηθήκαμε γιατί υπήρχε μια αβεβαιότητα με τη σταθερότητα της πολιτικής κατάστασης. Ειδικά η ζωή μας έγινε πολύ δύσκολη. Έτσι περάσαμε και την πρωτοχρονιά του 1918 στο Κρασνιεντάρ.

Αρχές του Μάρτη μάθαμε για τη δολοφονία του Πατριάρχη μας. Δολοφονήθηκε στο Κουνασάαρ από τον αντάρτη μουσουλμάνο – μάλλον Κούρδο – Σέμκο. Πληροφορηθήκαμε ότι ο Σέμκο κάλεσε τον Εθνάρχη μας να συμμαχήσουν ενάντια στους Τούρκους. Η συμμαχία αυτή όμως ήταν πρόφαση για να τον δολοφονήσει. Οι άλλοι αρχηγοί των Ασσυρίων επέμεναν μάταια να μην πάει ο Πατριάρχης να συναντήσει το Σέμκο αλλά να έρθει ο Σέμκο στο Πατριαρχείο που βρισκόταν στη Σαλάμας. Είχαν αντιληφθεί τις προθέσεις του Σέμκο. Υπερίσχυσε η γνώμη του Πατριάρχη που υποστήριξε ότι ο Σέμκο δε θα τολμούσε να τον πειράξει. Πήρε λοιπόν μια συνοδεία 250 ιππέων και τον αδελφό του Δαβίδ που ήταν αρχιστράτηγος των ασσυριακών δυνάμεων και πήγαν στο Κουνασάαρ να συναντήσουν τον αντάρτη. Από αυτά που είπε κατάλαβαν ότι ήταν εχθρός τους· έτσι ζήτησαν από τον Πατριάρχη την άδεια να τον εκτελέσουν. Ο Πατριάρχης αντέδρασε σ’αυτήν την πράξη. Καθώς λοιπόν έβγαινε από το σπίτι που συναντήθηκαν, τον σκότωσαν αντάρτες του Σέμκο μαζί με 15-20 ιππείς.

Από ρωσικές γκαζέτες μάθαμε επίσης ότι οι Αρμένιοι ζητούσαν αυτονομία. Ζήτησαν δε να συμμαχήσουν με τους Ασσύριους της Περσίας ενάντια στους Τούρκους. Οι δικοί μας δεν απάντησαν, ούτε και συζήτησαν με τον αρχηγό των Αρμενίων, Αντρανί Πασά. Συνέχισαν να μάχονται μόνοι τους.

Έτσι οι Ασσύριοι είχαν να αντιμετωπίσουν τον τακτικό στρατό της Τουρκίας, τους Πέρσες και τους Κούρδους. Στην πόλη Χβε οι ασσυριακές δυνάμεις συνετρίβησαν. Ακολούθησε σφαγή των αμάχων από τον περσικό στρατό. Όλοι οι Ασσύριοι της Περσίας μετά από αυτήν την ήττα συγκεντρώθηκαν στην Ούρμια. Εκεί είδαν ένα αεροπλάνο να χαμηλώνει· επειδή νόμισαν ότι ήταν εχθρικό άρχισαν να το πυροβολούν. Το αεροπλάνο άρχισε να ρίχνει προκηρύξεις. Σ’αυτές διάβασαν ότι οι Άγγλοι έρχονταν για να τους προστατέψουν. Μόλις ηρέμησαν οι Ασσύριοι, το αεροπλάνο προσγειώθηκε· υποδέχθηκαν δε τους Άγγλους με ενθουσιασμό. Στις συνομιλίες που είχαν οι ηγέτες μας μαζί τους, συζητήθηκε η σωτηρία του ασσυριακού λαού από τις σφαγές των μουσουλμάνων. Πρόσθεσαν στους Άγγλους ότι τους έλειπαν τα πολεμικά εφόδια για να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους. Οι Άγγλοι πρότειναν να πάνε (οι Ασσύριοι) στο Αμαντάν όπου εκεί θα τους περίμεναν για να τους προστατέψουν. Μετά τις συζητήσεις αυτές οι Άγγλοι αναχώρησαν. Παρ’όλο που η χρονική διάρκεια των 3 ημερών που έδωσαν οι Άγγλοι δεν έφτανε, οι Ασσύριοι ξεκίνησαν.

Στην πορεία τους συνάντησαν Κούρδους στρατιώτες στην επαρχία Σινουσαμπουλάχ, όπου τους εξόντωσαν όλους. Σ’αυτή τη μάχη όμως οι Ασσύριοι έχασαν το 30% του λαού που είχε ξεκινήσει από την Ούρμια.

Μετά από πορεία 15 ημερών έφθασαν στο Αμαντάν· αλλά οι Άγγλοι δεν ήταν εκεί. Έτσι, ήρθαν σε σύγκρουση με τους ντόπιους Άραβες που τους διέλυσαν. Μετά από 3 μέρες ήρθαν οι Άγγλοι και τους εγκατέστησαν στην περιοχή Μπακούμπα. (βλ. σημείωση στο τέλος του κειμένου)

Όλα αυτά τα μαθαίναμε από τις εφημερίδες του Κρασνιεντάρ. Η πόλη ήταν στην κατοχή των μπολσεβίκων, που κάθισαν 6 μήνες (Απρίλης-Σεπτέμβρης 1918). Στο διάστημα αυτό καθώς και μέχρι τον Ιούνιο του 1919 η ζωή στην πόλη είχε γίνει πολύ ακριβή. Γι’αυτό φύγαμε στις 25 του Ιούνη και πήγαμε στο χωριό Σλάμπα. Το χωριό αυτό ήταν κοντά στο Κρασνιεντάρ και παρήγε πολλά είδη διατροφής. Οι περισσότεροι Ασσύριοι στην πόλη μας πήγαν στο Σλάμπα και έπιασαν δουλειά στους αγρούς. Άλλοι πήγαν σ’ένα άλλο κοντινό χωριό, το Βαρονίσκυ. Αρχίσαμε μαύρη αγορά με ανταλλαγές προϊόντων. Επειδή δε η κατάσταση ήταν περισσότερο κρίσιμη, μαζεύαμε αυτοκρατορικά ρούβλια, που είχαν μεγαλύτερη αξία από τα ρούβλια που κυκλοφόρησαν οι μπολσεβίκοι. Αντίθετα από μας, οι  Εβραίοι μάζευαν λίρες. Εδώ πέσαμε έξω στις προβλέψεις μας γιατί πιστεύαμε ότι ο τσάρος θα επιστρέψει.

Στο μεταξύ, από παραρτήματα μάθαμε ότι οι κοζάκοι του Κουμπαν θα πολεμούσαν μόνο στον τόπο τους. Η ενέργεια αυτή προξένησε διχόνοια σ’όλα τα τσαρικά στρατεύματα. Ο στρατηγός Βράνκελ διέταξε να συλληφθούν οι αξιωματικοί των κοζάκων του Κουμπαν. Μέσα σε 24 ώρες οι κοζάκοι κυκλώθηκαν από τους τσαρικούς που συνέλαβαν 5 ανώτερους αξιωματικούς και 1 μητροπολίτη. Αυτοί, ύστερα από δίκη στο στρατοδικείο, καταδικάστηκαν και κρεμάστηκαν. Μ’αυτήν την εκτέλεση ο λαός του Κουμπαν εναντιώθηκε στους στρατηγούς Βράνκελ και Ντένικεν. Οι στρατηγοί για αντίποινα τους πήραν όλα τα τρόφιμα· έτσι ο λαός του Κουμπαν άρχισε να υποφέρει από πείνα. Εμείς στο χωριό περνάγαμε καλά από άποψη τροφής.

Στο μεταξύ άρχισαν μεγάλες μάχες στο Σάριτσνα – μετέπειτα Στάλινγκραντ – μεταξύ των μπολσεβίκων και των Λευκορώσων του τσαρικού στρατού. Οι Λευκορώσοι έκαναν γενική επιστράτευση ανδρών 18-60 χρόνων. Εκτός από τους ντόπιους πήγαν και πολλοί ξένοι σαν εθελοντές. Έγιναν μεγάλες μάχες. Από τις εφημερίδες μάθαμε ότι οι Λευκορώσοι απείχαν 40 χιλιόμετρα από τη Μόσχα.

Μια μέρα ακούσαμε κανονιές κοντά στο χωριό· ήταν οι μπολσεβίκοι που πλησίαζαν. Οι κοζάκοι άρχισαν να οπισθοχωρούν προς τη γέφυρα του ποταμού Κουμπαν, την οποία είχαν σκοπό να ανατινάξουν για να μην περάσουν οι μπολσεβίκοι. Στις 10 του Οκτώβρη 1919 οι μπολσεβίκοι μπήκαν στο Σλάμπα. Οι κοζάκοι δεν κατόρθωσαν να ανατινάξουν τη γέφυρα, με αποτέλεσμα να εξουδετερωθούν όλοι από τους μπολσεβίκους. Στη συνέχεια, οι μπολσεβίκοι κατέλαβαν το Κρασνιεντάρ για τελευταία φορά.

Εμείς φύγαμε από το σπίτι που μέναμε και πήγαμε σ’ένα άλλο, κοντά στην εκκλησία του Αγ.Νικολάου όπου γιορτάσαμε την πρωτοχρονιά του 1920. Μετά την τελευταία κατάληψη του Κρασνιεντάρ από τους μπολσεβίκους επικράτησε εκεί ησυχία· έτσι πήραμε (5 άτομα) το τρένο από το Σλάμπα και πήγαμε εκεί για εμπόριο. Στο σταθμό Πασκοκάρ μας έκαναν έλεγχο· τους είπαμε ότι μένουμε στο Σλάμπα και ότι κάνουμε εμπόριο χαρτιού για εφημερίδες που το χρησιμοποιούσαν οι χωρικοί για τσιγαρόχαρτο. Επειδή όμως απαγορευόταν η μαύρη αγορά, μας έκλεισαν για 3 μέρες στο κρατητήριο αφού έκαναν και κατάσχεση του εμπορεύματός μας. Όταν μας άφησαν, με συνοδεία χωροφύλακα φτάσαμε μετά από 10 μέρες στο χωριό μας όπου ο διοικητής, αφού είδε τα χαρτιά μας, είπε να φύγουμε.

Την Κυριακή, 25 Νοεμβρίου του 1920 παντρεύτηκα· στο γάμο μου ήρθε όλο το χωριό. Ακολούθησε 3 μέρες γλέντι. Πίναμε κρυφά, γιατί το ποτό απαγορευόταν. Επειδή δε ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, για να πίνουμε νερό λιώναμε χιόνι.

Το Πάσχα του 1921, αφού τη Μ.Παρασκευή πέθανε ο παππούς μου Μιχάλης, ήρθε ένας από το κόμμα και μας είπε να φύγουμε από το σπίτι που καθόμασταν, γιατί θα ερχόταν ο κομισάριος να μείνει.

Μια μέρα ξεκίνησα με το θείο μου Αζίς (Αλέκο) να πάμε σ’ένα χωριό στο Σαρισκιντάρ για να προμηθευτούμε καρπό. Πράγματι πήγαμε εκεί, αγοράσαμε καρπό, και το συγκεντρώσαμε σ’ένα χάνι. Επειδή όμως δε βρίσκαμε μεταφορικό μέσο, αναγκαστήκαμε να μείνουμε για 8 μέρες στο χάνι. Την 9η ήρθαν κάτι έμποροι που μεταφέρανε στα κάρα τους ξερά αχλάδια. Ο θείος μου τους παρακάλεσε να μας πάρουν μαζί τους, με το αζημίωτο φυσικά. Αυτοί αρνήθηκαν, με τη δικαιολογία ότι το φορτίο τους ήταν πολύ βαρύ και ο δρόμος λασπωμένος. Τους πρότεινε τότε να πάρουν εμένα μέχρι το Σλάμπα, για να φέρω μεταφορικό μέσο. Δέχτηκαν, κι έτσι στις 5 το απόγευμα ξεκινήσαμε. Το βράδυ στις 8 φτάσαμε σ’ένα χάνι. Οι άνθρωποι με τα κάρα μου είπαν να πάω στο σχολείο να κοιμηθώ, ενώ αυτοί μπήκαν στο χάνι. Πήγα στο σχολείο και μπήκα μέσα. Ήταν πολύ σκοτεινό και έκανε πάρα πολύ κρύο. Εκεί βρήκα ένα ζητιάνο που, όπως αποδείχθηκε, ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Όταν του είπα ότι μ’έστειλαν να κοιμηθώ, μου είπε ότι θα πέθαινα από το κρύο. Μου υπέδειξε να πάω στη γυναίκα του χανιτζή, που ήταν καλή γυναίκα, για να με φιλοξενήσει. Πράγματι, με δέχθηκε εγκάρδια, μου έβαλε να φάω, μετά μου έστρωσε και κοιμήθηκα.

Το πρωί στις 5 ξεκινήσαμε. Στις 9, ο πάγος του δρόμου άρχισε να λιώνει και τα κάρα βούλιαζαν στη λάσπη· μου είπαν να κατέβω για να μπορούν τα κάρα να προχωρούν πιο άνετα. Τους άφησα και προχώρησα μόνος μου. Έπειτα από αρκετές ώρες πορείας, μπήκα σ’ένα χωριό, πολύ πεινασμένος και κουρασμένος. Χτύπησα σ’ένα σπίτι να μου δώσουν λίγο ψωμί. Άνοιξαν την πόρτα κάτι παιδιά και μου είπαν ότι η μάνα τους έλειπε. Έφυγα από εκεί. Στο δρόμο συναντήθηκα με δυο ζητιάνους· τους ζήτησα λίγο ψωμί, με αντάλλαγμα να τους φιλοξενήσω στο σπίτι μου, γιατί πήγαιναν στο Σλάμπα. Αρνήθηκαν γιατί δεν είχαν, όπως μου είπαν. Τους παράτησα κι έφυγα.

Δεν μπορούσα να σταθώ καθόλου, γιατί πάγωναν τα πόδια μου –ήμουν ξυπόλυτος- και γι’αυτό έτρεχα για να ζεσταθώ. Όταν έφτασα στο σημείο του φέρρυ-μποτ, είδα ότι είχε φύγει. Το επόμενο έφευγε μετά από μια ώρα. Για να μην παγώσω, αναγκάστηκα να τρέχω συνέχεια. Έφτασε τελικά το φέρρυ-μποτ και μπήκα μέσα. Ήρθε ο καπετάνιος και μου ζήτησε εισιτήριο· του έδωσα το σακάκι μου, γιατί δεν είχα χρήματα. Δεν το δέχτηκε όμως. Με ρώτησε αν ήμουν πρόσφυγας και πού πήγαινα. Όταν του τα είπα όλα, μου έδωσε εισιτήριο, ψωμί και χοιρινό παστό για να φαω. Τον ευχαρίστησα πολύ και όταν φτάσαμε στο λιμάνι, συνέχισα για το Σλάμπα. Το λιγοστό φαΐ που μου έδωσε να φαω, μου έδωσε δυνάμεις να συνεχίσω μέχρι το Σλάμπα. Μόλις έφτασα στο χωριό έστειλα κάρα να πάρουν το θείο μου με το εμπόρευμα.

Τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά (1922) τα γιορτάσαμε στο χωριό.

Στις 15 του Φλεβάρη ξεκινήσαμε από το Σλάμπα με κατεύθυνση το Νοβοροσίσκ. Είχαμε πάρει απόφαση να κατεβούμε στην Ελλάδα. Μετά από 3 μέρες φτάσαμε εκεί. Δεν βρήκαμε σπίτι μέσα στην πόλη, έτσι φτιάξαμε τσαντίρια έξω από την πόλη και μέναμε. Για να κερδίσουμε το ψωμί μας κουβαλάγαμε ξύλα από το βουνό, και τα πουλάγαμε στην πόλη.

 

Για την Ελλάδα

Μετά από παραμονή 4 μηνών στο Νοβοροσίσκ, μπήκαμε σ’ένα πλοίο που πήγαινε στην Ελλάδα. Το εισιτήριο που πλήρωσε ο καθένας μας ήταν 1 χρυσή λίρα. Μέσα στο πλοίο ήμασταν περίπου 2.000 άτομα, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο.

Μετά από ταξίδι 3 ημερών φτάσαμε στο Βόσπορο. Μια διαταγή όμως της τουρκικής κυβέρνησης μας απαγόρευσε να κατεβούμε απ’το πλοίο. Ήρθαν Τούρκοι γιατροί που εξέτασαν όλους τους επιβάτες. Βρήκαν χολέρα. Έτσι τελικά κανένας δε βγήκε από το πλοίο.

Στο μεταξύ η πείνα άρχιζε να μας θερίζει. Τα τρόφιμά μας ήταν για 3 μέρες· παραμείναμε στο Βόσπορο 4 μέρες. Την 5η φύγαμε για το Αιγαίο. Όσους πέθαιναν, τους έριχναν στη θάλασσα. Εμείς είχαμε λίγα τρόφιμα παραπάνω, για 2-3 μέρες το πολύ.

Στο πλοίο μέσα μας έδιναν για συσσίτιο 3 ελιές και λίγο ψωμί. Στις 23 του Ιούλη ύστερα από 9ήμερο ταξίδι (από την Πόλη) φτάσαμε στη Μακρόνησο. Οι 17 μέρες στο πλοίο πέρασαν για όλους το ίδιο βασανιστικές και κουραστικές.

 

Μακρονήσι

Μόλις αποβιβαστήκαμε στο ξερονήσι, περάσαμε όλοι σε καραντίνα. Εμάς τους Ασσύριους μας έβαλαν μαζί σε ξεχωριστά τσαντίρια. Ήμασταν περίπου 300 άτομα. Οι Έλληνες πρόσφυγες στο νησί ήταν συνολικά 5.000 περίπου. Το κράτος άρχισε να μας δίνει τροφή και φάρμακα.

Μια μέρα ήρθαν μερικοί κρατικοί υπάλληλοι και ρώτησαν τη δουλειά που έκανε ο καθένας στον τόπο του. Τους περισσότερους αγρότες τους πήγαν στη Μακεδονία. Το πλοίο έφυγε με 1.500 άτομα. Μάθαμε ότι από αυτούς έφτασαν μόνο οι 1.000. Οι άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες.

Εμείς οι Ασσύριοι, αφού ευχαριστήσαμε το ελληνικό κράτος για τη βοήθεια που μας έδωσε, ζητήσαμε να μας πάρουν οι Άγγλοι υπό την προστασία τους. Αυτό το ζητήσαμε γιατί η πατρίδα μας ήταν υπό αγγλική κατοχή.

Στο μεταξύ όλοι στη Μακρόνησο υποφέραμε πολύ από πείνα, γιατί οι μαούνες που έφερναν το ψωμί είχαν να φανούν 8 μέρες. Έτσι όσους πέθαιναν από πείνα, τους θάβαμε εκεί. Μετά από 9 μέρες φάνηκε η μαούνα. Ο καπετάνιος όμως δεν ήθελε να μας αφήσει το ψωμί, με τη δικαιολογία ότι είχαν φύγει 1.500 άτομα. Του εξηγήσαμε την κατάσταση, μας λυπήθηκε και έτσι μας το άφησε όλο.

Τα βάσανά μας όμως δεν τέλειωσαν. Μετά από 3 μέρες μείναμε χωρίς νερό. Η δεξαμενή άδειασε και η μαούνα που έφερνε το νερό δεν ήρθε. Από την έλλειψη του νερού κάναμε όλοι σαν τρελοί. Σκάβαμε πηγάδια –όσο μπορούσαμε- αλλά το λιγοστό νερό ήταν πολύ αλμυρό· στο ξερονήσι αυτό δεν υπήρχε ούτε μια πηγή.

Στο Μακρονήσι παραμείναμε μέχρι τις 20 του Οκτώβρη.

 

Συνέχεια περιπλανήσεων

Ύστερα από 2 μήνες μαρτυρική ζωή στη Μακρόνησο, μας μεταφέρανε στον Αγ.Γιώργη, ένα μικρό νησάκι κοντά στη Σαλαμίνα. Μείναμε σε σκηνές που μας παραχώρησε το κράτος.

Εμείς οι Ασσύριοι συγκροτήσαμε μια αντιπροσωπεία που πήγε στον Άγγλο πρόξενο και του ζήτησε να μάθει τι σκόπευαν να κάνουν οι Άγγλοι αναφορικά με μας. Του ανέλυσαν τα όσα πέρασαν και υπέφεραν μέχρι τότε. Τον παρακάλεσαν δε, να σκεφτεί ένα τρόπο να τους βοηθήσει. Ο πρόξενος υποσχέθηκε να στείλει υπαλλήλους που θα εξέταζαν τα προβλήματά μας. Πράγματι, μετά από λίγες μέρες ήρθαν οι Άγγλοι και έδωσαν μια κουβέρτα ανά 2 άτομα. Όπως μάθαμε όμως, ο πρόξενος είχε στείλει μια κουβέρτα για κάθε άτομο· τις υπόλοιπες οι υπάλληλοι τις πούλησαν.

Στον Αγ.Γιώργη αρχίσαμε πάλι να πεινάμε. Αναγκαστήκαμε να τρώμε τα ψωμιά που πέταγαν οι ναύτες του ναύσταθμου στη θάλασσα και τα έφερναν στην ακρογιαλιά τα κύματα.

Αφού μείναμε 35 μέρες στο νησί – στο διάστημα αυτό πέθαναν πολλοί από πείνα – ήρθε ένα πλοίο και μας μετέφερε στον Πόρο, στην τοποθεσία Μοναστήρι. Μας χορήγησαν στέγη και μας έδιναν τροφή κάθε μέρα. Ξαναστείλαμε τους αντιπροσώπους μας στο προξενείο για να μάθουμε τι σκέφτονται να κάνουν οι Άγγλοι. Μας έδωσαν 2 κουβέρτες στον καθένα, αλεύρι και άλλα τρόφιμα. Στην τοποθεσία αυτή ήμασταν ευχαριστημένοι γιατί υπήρχε θάλασσα, καθαρός αέρας και προπαντός τροφή. Τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά (1923) τα γιορτάσαμε στο Μοναστήρι.

Στο μεταξύ, μας επέτρεψαν να δουλεύουμε· έτσι πηγαίναμε κάθε μέρα στην πόλη του Πόρου για δουλειά. Το μεροκάματο ήταν πολύ χαμηλό, και κάναμε τις πιο βαριές δουλειές στα χωράφια. Χαρακτηριστικά, έδιναν 10 δραχμές στους άντρες και 5 δραχμές στις γυναίκες. Στα χωράφια δουλεύαμε τσάπα και μαζεύαμε τις ελιές. Τροφή μας έδινε ο εργοδότης. Βασικά δουλεύαμε μόνο για να γεμίζουμε το στομάχι μας· αλλά και πάλι ήμασταν ευχαριστημένοι.

Το Πάσχα το γιορτάσαμε καλύτερα και από την πατρίδα. Στο μεταξύ, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι θα μας μεταφέρουν στην Καλαμάτα· εκεί είχε – έλεγαν – περισσότερη και καλύτερη δουλειά. Όπως αποδείχτηκε όμως, μας πήραν από τον παράδεισο και μας μετέφεραν στην κόλαση. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι οι Άγγλοι πρότειναν να πάμε στην Κωπαΐδα, όπου θα μας έδιναν χωράφια να καλλιεργούμε. Οι αντιπρόσωποι όμως δεν το δέχτηκαν· έτσι μας μετέφεραν στην Καλαμάτα.

Στις 20 του Ιούνη του 1923 ανεβήκαμε στεναχωρημένοι στο πλοίο. Μετά από 3 μέρες φτάσαμε στην Καλαμάτα· μας έβαλαν σε κάτι μισοέτοιμα στρατιωτικά παραπήγματα. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και έπεσε τύφος. Οι γιατροί που ήρθαν, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι το νερό που πίναμε ήταν μολυσμένο. Συνολικά πέθαναν 60 άτομα.

Οι περισσότερο υπεύθυνοι γι’αυτήν την τραγωδία ήταν οι αντιπρόσωποι που διάλεξαν το μέρος αυτό χωρίς να εξετάσουν καλά τις συνθήκες διαβίωσης, με αποτέλεσμα να πεθάνουν τόσοι άνθρωποι.

 

Αθήνα

Μετά από 3,5 μήνες, με το τρένο φύγαμε από την Καλαμάτα και φτάσαμε στο Μοσχάτο στις 15 του Οκτώβρη. Μας έβαλαν σ’ένα μεγάλο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο βυρσοδεψίας, όπου ο καθένας έφτιαξε μια καμαρούλα με πλίνθους και για σκεπή έβαλε τενεκέ. Αρκετοί από μας έφυγαν και πήγαν κοντά στο σταθμό Λαρίσης να μείνουν.

Στο εργοστάσιο ήμασταν περίπου 2.000 άτομα από Μ.Ασία, Αρμενία, Αυστρία, Ρωσία και αλλού. Όλοι πρόσφυγες. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, αρχίσαμε να δουλεύουμε για το ψωμί μας. Η ζωή κύλαγε ευχάριστα με χαρές και γλέντια· κάτι το συνηθισμένο σε προσφυγικούς συνοικισμούς. Ορισμένοι πατριώτες ανέβαιναν στην Αθήνα – στην Ομόνοια – όπου γλεντούσαν με τραγούδια και χορούς. Τότε η Ομόνοια είχε έλατα, λουλούδια· ήταν πράγματι μια ωραία πλατεία.

Σ’όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στην Ελλάδα, εμείς οι Ασσύριοι διατηρούσαμε τα έθιμά μας. Ιδιαίτερα μέχρι το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Μετά όμως, η γρήγορη ανάπτυξη της κοινωνίας και ο χρόνος τα εξαφάνισαν. Στη διατήρηση των εθίμων συνέτειναν και οι ελευθερίες που είχε δώσει ο Βενιζέλος.

Το 1925 πολλές οικογένειες Ασσυρίων πήγαν στο Λίβανο και εγκαταστάθηκαν. Το 1926 με τα εγκαίνια του φράγματος του Μαραθώνα, οι περισσότεροι Ασσύριοι έπιασαν δουλειά στην τότε νέα εταιρεία ΟΥΛΕΝ. Η δουλειά ήταν πολύ σκληρή, αλλά το μεροκάματο ήταν καλό. Σκάβαμε χαντάκια· μόλις τελειώναμε τη δουλειά, μας πλήρωναν.

Μετά από ένα χρόνο δουλειάς στην ΟΥΛΕΝ, επειδή τσακώθηκα, έφυγα και άνοιξα δικό μου μαγαζί – στιλβωτήριο – στου Μακρυγιάννη, συνεταιρικά μ’έναν άλλο, και το διατήρησα μέχρι το 1938. Το 1938 το πούλησα σ’έναν Αμερικάνο για 70.000. Το Σεπτέμβριο του 1938 άνοιξα νέο μαγαζί στο Κουκάκι. Στο μεταξύ, από το 1935 μέναμε στου Χαροκόπου, κοντά στον Αγ.Σώστη. Το σπίτι αυτό το πούλησα τον Ιούνιο του 1940 και το Σεπτέμβρη πήγαμε στο Αιγάλεω και εγκατασταθήκαμε στην οδό Ελλησπόντου 5.

 

Κατοχή

Στη διάρκεια της κατοχής πεινάγαμε, όπως όλοι. Πηγαίναμε στα χωριά της Αττικής και αγοράζαμε λίγα τρόφιμα ίσα για να κρατηθούμε. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 με συνέλαβαν οι Γερμανοί, μαζί μ’ένα συγγενή μου· τον Αντρέα Μπατσάρου. Είχαμε πάει στην Ελευσίνα για εμπόριο. Μας θεώρησαν σαμποτέρ· ένας Γερμανός αξιωματικός όμως με γλίτωσε από το απόσπασμα. Ο αξιωματικός είπε στους στρατιώτες του να πουλήσουν το εμπόρευμα που μας κατάσχεσαν και με τα λεφτά να γλεντήσουν γιατί ο πόλεμος τελείωνε.

Στις 4 του Σεπτέμβρη, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τραυμάτισαν ένα Γερμανό· για αντίποινα οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά, που απλώθηκε από τη γέφυρα του Κηφισού στο ύψος του Αιγάλεω μέχρι το σπίτι μας. Συγχρόνως εκτελούσαν όποιον άντρα συναντούσαν επιτόπου.

Τη μέρα που έβαλαν τη φωτιά, εργαζόμουν στου Μακρυγιάννη και επειδή η συγκοινωνία είχε σταματήσει όταν σχόλασα, πήγα με τα πόδια μέχρι την Ιερή Ελιά. Εκεί, άκουσα πυροβολισμούς στον ασύρματο και σταμάτησα. Πήγα μέσα στην αποθήκη του Ερυθρού Σταυρού· συνάντησα 20 άντρες και ένα συγγενή μου. Αυτός μου είπε τα καθέκαστα. Όταν τον ρώτησα αν κάηκε το σπίτι μου, είπε ότι η φωτιά σταμάτησε στο διπλανό σπίτι. Οι Γερμανοί σταμάτησαν να πυρπολούν ύστερα από παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και του διευθυντή του Ερυθρού Σταυρού. Τη μέρα εκείνη –χώρια από τους άντρες που σκότωσαν οι Γερμανοί- είδα κάτι πολύ φοβερό, μα και συνηθισμένο στα μαύρα χρόνια της κατοχής· οι Γερμανοί πήραν από την αγκαλιά της μάνας το 13χρονο παιδί της και του τίναξαν τα μυαλά του μπροστά της.

Σημείωση

Στο διάστημα της παραμονής των Ασσυρίων στο Μπακούμπα, με την προστασία των Άγγλων, χειροτονήθηκε πατριάρχης ο Μαρ-Συμεών, στις 20 του Μάη στα 1920. Μετά τη χειροτονία, οι Ασσύριοι έφυγαν από το Μπακούμπα και πήγαν στα εδάφη του Ιράκ κοντά στη Μοσούλη. Αρχηγός τους ήταν ο διπλωμάτης Πέτρος, γιατί ο πατριάρχης ήταν μικρός στην ηλικία, για αρχηγός.

Στο μεταξύ οι Άγγλοι, με διάταγμα καλούσαν Ασσύριους εθελοντές -18-50 χρόνων, με μισθό 3 λίρες το μήνα και τροφή για την οικογένεια του καθενός- να καταταγούν στον αγγλικό στρατό. Μετά την εκπαίδευσή τους, άρχισε ο στρατός την εκκαθάριση του Ιράκ από τους Τσέτες, τους πασάδες και όλους τους άλλους άρχοντες.

Μια μεγάλη μάχη έγινε στο Κιρκούκ. Ο ασσυριακός στρατός, με αρχηγό Άγγλο συνταγματάρχη έφτασε στους πρόποδες ενός βουνού με σκοπό την τακτική του ανταρτοπόλεμου. Έτσι προχώρησαν διαλυμένοι και κύκλωσαν το Κιρκούκ. Συνέλαβαν τον πασά και την κόρη του. Για τις αγριότητες που έγιναν καθώς και για τη φωτιά που έκαψε ένα μέρος της πόλης, διαμαρτυρήθηκε ο Άγγλος συνταγματάρχης στους αξιωματικούς των Ασσυρίων. Τελικά με την εποπτεία των Άγγλων εκκαθαρίστηκε το Ιράκ από τα διοικητικά παράσιτα.

Μετά την εκκαθάριση το πατριαρχείο μας εγκαταστάθηκε εκεί. Ο διπλωμάτης Πέτρος συμβούλευσε τον πατριάρχη να πάψει να ασχολείται με την πολιτική και ν’αφοσιωθεί στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Του πρότεινε επίσης να ζητήσει από τους Άγγλους να ιδρυθεί ασσυριακό κράτος. Η μοναδική ευκαιρία να ιδρυθεί ανεξάρτητο ασσυριακό κράτος ήταν αυτή, γιατί όλοι οι Ασσύριοι ήταν οπλισμένοι από τη μια, και από την άλλη οι Άγγλοι ήταν ευχαριστημένοι με τη συνεργασία των Ασσυρίων. Ο πατριάρχης όμως, σαν όργανο της θείας του Σουρμάς –υπηρέτριας των αγγλικών συμφερόντων- απέρριψε την πρόταση και συγχρόνως κήρυξε τον πόλεμο στον Πέτρο. Μαζί με τους Άγγλους προσπάθησαν να τον συλλάβουν· αυτός όμως το κατάλαβε και κατέφυγε στη Γαλλία.

Τελικά το 1921 οι Άγγλοι εγκατέστησαν βασιλεία, με βασιλιά τον Φεϋζάλ. Για στρατό ο Φεϋζάλ χρησιμοποίησε τους Ασσύριους. Τους έδωσε συγχρόνως και πνευματική ελευθερία. Έτσι ιδρύθηκαν σχολεία, εκκλησίες, και δημιούργησαν και δικές τους δουλειές. Με τα μέτρα αυτά αποκατέστησε την ισότητα μεταξύ Αράβων και Ασσυρίων που διατηρήθηκε μέχρι το 1932.

Στο διάστημα μεταξύ των 1921-1932 έγινε ένα σοβαρό επεισόδιο, με ήρωες ένα Άραβα χασάπη και μια Ασσύρια. Αφορμή ήταν ένα αραβικό έθιμο, σχετικά με τα κρέατα. Ο Ασσύριος αστυνόμος που πήγε να λύσει τη διαφορά δολοφονήθηκε άγρια από τους Άραβες, γιατί έκανε παρατήρηση στο χασάπη που έβρισε τη χριστιανική θρησκεία. Όταν το έμαθε αυτό ο ασσυριακός στρατός, πήγε εκεί και μέσα σε 2 ώρες έσφαξε περίπου 700 Άραβες. Για να εκτονωθεί η κατάσταση, οι Άγγλοι συνέλαβαν 12 Ασσύριους αξιωματικούς και τους έστειλαν να δικαστούν και να εκτελεστούν στη Βομβάη. Οι 12 όμως δεν εκτελέστηκαν κι έτσι επέστρεψαν στη Βομβάη.

Στα 1932 έγινε στην πόλη Αμέντια κοντά στη Μοσούλη σύσκεψη των Ασσυρίων, με σκοπό να ζητήσουν από τον Φεϋζάλ να τους παραχωρήσει τη Μοσούλη και την περιφέρειά της για να κατοικήσουν σαν ανεξάρτητοι, πολιτικά υπαγόμενοι όμως στο κράτος του Ιράκ. Προέκυψε μεταξύ τους όμως διαφωνία. Ο πρώτος που αντιτάχτηκε στην πρόταση αυτή ήταν ο Μαλίκ Χοσάμπα. Αυτός επέμενε ότι ο Φεϋζάλ θα την απέρριπτε γιατί θα σκεφτόταν ότι μια μέρα θα τον διώχναμε, έτσι οπλισμένοι που ήμασταν. Πρότεινε δε, προς το παρόν να παραμείνουν έτσι όπως ήταν, δηλαδή νομοταγείς πολίτες.

Οι υπόλοιποι δεν τον άκουσαν. Έτσι υπέβαλαν στον Φεϋζάλ τους όρους τους, που φυσικά απορρίφθηκαν. Τους είπε δε, ότι στο μέλλον δε θα υπήρχαν ανισότητες μεταξύ Ασσυρίων και Αράβων. Ταυτόχρονα τους είπε ότι τους θεωρεί αναρχικούς και ότι δεν υποκύπτει στους όρους τους. Την πρόταση αυτή των Ασσυρίων την απέρριψε και ο Άγγλος αρμοστής. Τότε οι αρχηγοί των Ασσυρίων απέσπασαν ένα καλά οπλισμένο τμήμα στρατού με 900 άντρες και προχώρησαν στα σύνορα της Συρίας. Όταν έφτασαν στον ποταμό Τίγρη, ζήτησαν από τους Γάλλους να τους επιτραπεί η είσοδος στα εδάφη της Συρίας.

Οι Γάλλοι φρουροί ζήτησαν γραπτή άδεια της γαλλικής κυβέρνησης ή του πρόξενού τους. Οι Ασσύριοι τότε είπαν ψέματα ότι είχαν προφορική άδεια του Γάλλου πρόξενου. Οι φρουροί πήραν τηλέφωνο τον πρόξενο για να βεβαιωθούν κι έτσι έμαθαν το ψέμα. Έτσι απαγορεύτηκε η είσοδος των Ασσυρίων στη Συρία. Στο μεταξύ έφτασε εκεί και ο στρατός του Φεϋζάλ –που είχε ειδοποιηθεί από τον πρόξενο- με σκοπό να χτυπήσει τους Ασσύριους. Αυτοί σήκωσαν άσπρη σημαία με σκοπό να παραδοθούν· η παράδοσή τους όμως δεν έγινε δεκτή και έτσι αναγκάστηκαν να χτυπήσουν τους μουσουλμάνους, με αποτέλεσμα να τους νικήσουν και να τους πάρουν 5 φορτηγά με πυρομαχικά. Οι ενισχύσεις που είχαν ζητήσει όμως, αν και είχαν πολλά θύματα –γιατί κατά λάθος χτύπησαν το πρώτο τμήμα στρατού που είχε πάει εκεί- κατόρθωσαν να νικήσουν τους Ασσύριους. Από τους 900 γλίτωσαν μόνο 400 περίπου, που πέρασαν τον Τίγρη και τους περιέθαλψαν οι Γάλλοι. Τους βοήθησαν δε να κατοικήσουν στο μέρος Χάρμπορ.

Μετά το γεγονός αυτό, ο Φεϋζάλ διέταξε σφαγή των Ασσυρίων της Μοσούλης. Σ’ένα χωριό κοντά στη Μοσούλη εκτέλεσαν 80 άντρες, παρά την υπόσχεση για αμνηστία. Επειδή δε οι σφαγές πήραν μεγάλες διαστάσεις, οι Άγγλοι μετέφεραν τον πατριάρχη στην Κύπρο. Σήμερα ζει στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α.

Στις 14 Ιουλίου του 1958, ο στρατηγός Κάσεμ, επαναστάτησε ενάντια στον Φεϋζάλ τον Β’· κατόρθωσε δε να δολοφονήσει τόσο το βασιλιά όσο και το θείο του, αντιβασιλιά Αμπντ-αλ-Ιλάχ. Ο Κάσεμ ήταν ο μόνος που υποστήριξε πραγματικά τους Ασσύριους, όπως και τις άλλες μειονότητες που ζούσαν στο Ιράκ. Τους παρεχώρησε πολιτικά δικαιώματα, τους επέτρεψε να χτίσουν σχολεία και εκκλησίες. Μετά τη δολοφονία του Κάσεμ το 1963, οι Ασσύριοι έχασαν τα περισσότερα δικαιώματα που τους είχαν παραχωρηθεί. Ο στρατηγός δολοφονήθηκε από το φίλο του και σύντροφο στο πραξικόπημα του 1958, Αρεφ-Αμπντούλ Μωχάμετ-Σαλάμ.

Το Σεπτέμβρη του 1914 οι Ασσύριοι είχαν θρησκευτικό πόλεμο με τους μουσουλμάνους Κούρδους. Πέτυχαν μάλιστα να τους διώξουν από το Κουρδιστάν και να τους περιορίσουν γύρω από τη Μοσούλη. Αυτοί τότε κατατάχθηκαν εθελοντικά στα στρατεύματα του σουλτάνου και αποτελούσαν τον αντάρτικο στρατό του σουλτάνου στον πόλεμο ενάντια στους Ασσύριους.

Τελευταία άρθρα

Στο YouTube

Ε.Πο.Ν.Α.: Αντάμωμαν 2022 (Trailer)

Νίκος Μιχαηλίδης | Το τουρκικό πρόβλημα στον 21ο αιώνα

Στο Facebook